Άλλοι σε ακουμπούν κι άλλοι σε αγγίζουν
Της Άννας Ιωαννίδου
7.10 κιόλας. To ξυπνητήρι, τρεις φορές ήδη στην αναμονή. Κι αυτό, πιστό στην καθημερινή του αποστολή, να προσπαθεί αδημονώς να με ξυπνήσει. Άλλη μια μάχη
ξεκινούσε κι εκείνο το πρωί. Μπήκα στο αμάξι, φόρεσα ζώνη ασφαλείας και κατευθύνθηκα προς τα παραθαλάσσια. Δουλειά με θέα τη θάλασσα είχε εκείνη την Τρίτη το μενού. Ο ουρανός σε χρώμα γκρι και σε διάθεση αγριοτάτη. Πόσο μ’ αρέσει όταν ο ουρανός, με τρόπο θρασύ και έντιμο, αποφασίζει να συμπεριφερθεί καταρρακτωδώς. Στα 120 χιλιόμετρα την ώρα. Στο’ να χέρι το τιμόνι και στ’ άλλο ο καφές. Και στο ραδιόφωνο να παίζει το «Άγγιγμα Ψυχής». Συνειρμικά, κι αστραπιαία σκέφτηκα τα λόγια του Οδυσσέα, ενός δικού μου, πολύ δικού μου ανθρώπου, που με συνάντησε στην παλιά πόλη τις προάλλες και μου μίλησε γι’ αυτούς τους λίγους, τους εκλεκτούς, που μαγικά κι ανέλπιστα σ’ αγγίζουν, δίχως καν να’ χουν προλάβει να σ’ ακουμπήσουν. Μου μίλησε για’κείνα τα κινούμενα πνεύματα, που περνούν από το κατώφλι της πόρτας μας και δίχως να μας ρωτήσουν ούτε εμάς ούτε τα παντζούρια μας, κάνουν με τρόπο θρασύ κι ασύστολο εισβολή, και κατευθύνονται μπρος ολοταχώς προς κρεβατοκάμαρα μεριά. Μου μίλησε για’κείνες τις φιγούρες που αυτοβαφτίζονται από μηχανής θεοί του έρωτα, κινούνται σε επίπεδα δέκα μποφόρ και άνω και σε βαθμούς οκτώ ρίχτερ και βάλε, και προκαλούν σεισμούς ανεπανόρθωτους, που αφήνουν πίσω τους σεισμόπληκτους που δεν τους σώζει κανένα Ηνωμένο Έθνος. Τόσα ζευγάρια μάτια, απ’ άκρη σ’ άκρη, προορίζονται κάθε μα κάθε μέρα, παντός καιρού, σε σπίτια, αεροπλάνα, σταθμούς και τρένα, να ανταλλάξουν ένα «Γειά σου». Εκατομμύρια χέρια, που με μαθηματική ακρίβεια και επί 24ωρου βάσεως είναι διαθέσιμα για ένα «χαίρω πολύ». Για ένα «εις το επανειδείν». Σώματα που έρχονται σε πρώτη επαφή, άλλοτε έτσι για να περάσει η ώρα και να’ χουμε και κάτι να συζητάμε στο απογευματινό τσάι με λεμόνι κι ενίοτε γιατί ήρθε η στιγμή να καταλάβουν από πρώτο χέρι τι εννοεί ο ποιητής όταν λέει πως «σε μια στιγμή μαζί σου, έζησα όλη την αιωνιότητα». Ακουμπήματα πάσης φύσεως. Άλλα στιγμιαία και τυχαία κι άλλα διαρκείας και μεγάλης απόλαυσης. Αγκαλιάσματα που έχουν μπει στον αυτόματο πιλότο και σε δόσεις ελεγχόμενες κι άλλα που δίνονται ανεξέλεγκτα και σε ιλιγγιώδη ρυθμό. Χειρονομίες ένθερμες, που άλλοτε έγιναν επί πληρωμή και χωρίς απόδειξη κι άλλοτε τζάμπα και με κανένα βερεσέ. Σημασία έχει, να βρεις εκείνο το χέρι, εκείνο το «χάρηκα πολύ» που θα σ’ ακουμπήσει ξώφαλτσα, μα θα σ’ αγγίξει για τα καλά. Εκείνο το χαμόγελό που θ’ αγγίξει τα μάτια σου, εκείνη την ανάσα που θα ακουμπήσει τη ψυχή σου. Γιατί για ένα μαγικό «χάρηκα πολύ» ζούμε όλοι. Για ένα ακούμπημα, διαφορετικό απ’ τα άλλα. Και για ένα άγγιγμα. Άγγιγμα ψυχής. Κι έτσι όπως κατευθύνθηκα προς το υπόγειο πάρκιγνκ, απέναντι από την μανιασμένη παραλία, κατέβηκα από το αυτοκίνητο και άρχισα να τρέχω. 15 λεπτά αργοπορημένη ήδη για το πρώτο ραντεβού εκείνης της Τρίτης. Ξαφνικά, κάποιος ένστολος, με μεγάλο ανάστημα και βαρύ περπάτημα, σκουντούφλησε επάνω μου και με έσπρωξε, καθώς έτρεχε να προλάβει ένα οδηγό που είχε παραβεί το νόμο. Νευρίασα προς στιγμήν, και γύρισα το βλέμμα από την άλλη. Μου είπαν για ναρκωτικά, κι εγώ τους μίλησα για τα μάτια σου» έγραφε με μαύρο σπρέι ο απέναντι τοίχος που οδηγούσε στην αποβάθρα. Έφτασα στο ραντεβού χαμογελώντας. Πόσο δίκιο είχε ο Οδυσσέας. Ακόμη και σε μία και μόνο στιγμούλα, άλλα είν’ αυτά που σ’ ακουμπούν κι άλλα που σε αγγίζουν!
Via
ξεκινούσε κι εκείνο το πρωί. Μπήκα στο αμάξι, φόρεσα ζώνη ασφαλείας και κατευθύνθηκα προς τα παραθαλάσσια. Δουλειά με θέα τη θάλασσα είχε εκείνη την Τρίτη το μενού. Ο ουρανός σε χρώμα γκρι και σε διάθεση αγριοτάτη. Πόσο μ’ αρέσει όταν ο ουρανός, με τρόπο θρασύ και έντιμο, αποφασίζει να συμπεριφερθεί καταρρακτωδώς. Στα 120 χιλιόμετρα την ώρα. Στο’ να χέρι το τιμόνι και στ’ άλλο ο καφές. Και στο ραδιόφωνο να παίζει το «Άγγιγμα Ψυχής». Συνειρμικά, κι αστραπιαία σκέφτηκα τα λόγια του Οδυσσέα, ενός δικού μου, πολύ δικού μου ανθρώπου, που με συνάντησε στην παλιά πόλη τις προάλλες και μου μίλησε γι’ αυτούς τους λίγους, τους εκλεκτούς, που μαγικά κι ανέλπιστα σ’ αγγίζουν, δίχως καν να’ χουν προλάβει να σ’ ακουμπήσουν. Μου μίλησε για’κείνα τα κινούμενα πνεύματα, που περνούν από το κατώφλι της πόρτας μας και δίχως να μας ρωτήσουν ούτε εμάς ούτε τα παντζούρια μας, κάνουν με τρόπο θρασύ κι ασύστολο εισβολή, και κατευθύνονται μπρος ολοταχώς προς κρεβατοκάμαρα μεριά. Μου μίλησε για’κείνες τις φιγούρες που αυτοβαφτίζονται από μηχανής θεοί του έρωτα, κινούνται σε επίπεδα δέκα μποφόρ και άνω και σε βαθμούς οκτώ ρίχτερ και βάλε, και προκαλούν σεισμούς ανεπανόρθωτους, που αφήνουν πίσω τους σεισμόπληκτους που δεν τους σώζει κανένα Ηνωμένο Έθνος. Τόσα ζευγάρια μάτια, απ’ άκρη σ’ άκρη, προορίζονται κάθε μα κάθε μέρα, παντός καιρού, σε σπίτια, αεροπλάνα, σταθμούς και τρένα, να ανταλλάξουν ένα «Γειά σου». Εκατομμύρια χέρια, που με μαθηματική ακρίβεια και επί 24ωρου βάσεως είναι διαθέσιμα για ένα «χαίρω πολύ». Για ένα «εις το επανειδείν». Σώματα που έρχονται σε πρώτη επαφή, άλλοτε έτσι για να περάσει η ώρα και να’ χουμε και κάτι να συζητάμε στο απογευματινό τσάι με λεμόνι κι ενίοτε γιατί ήρθε η στιγμή να καταλάβουν από πρώτο χέρι τι εννοεί ο ποιητής όταν λέει πως «σε μια στιγμή μαζί σου, έζησα όλη την αιωνιότητα». Ακουμπήματα πάσης φύσεως. Άλλα στιγμιαία και τυχαία κι άλλα διαρκείας και μεγάλης απόλαυσης. Αγκαλιάσματα που έχουν μπει στον αυτόματο πιλότο και σε δόσεις ελεγχόμενες κι άλλα που δίνονται ανεξέλεγκτα και σε ιλιγγιώδη ρυθμό. Χειρονομίες ένθερμες, που άλλοτε έγιναν επί πληρωμή και χωρίς απόδειξη κι άλλοτε τζάμπα και με κανένα βερεσέ. Σημασία έχει, να βρεις εκείνο το χέρι, εκείνο το «χάρηκα πολύ» που θα σ’ ακουμπήσει ξώφαλτσα, μα θα σ’ αγγίξει για τα καλά. Εκείνο το χαμόγελό που θ’ αγγίξει τα μάτια σου, εκείνη την ανάσα που θα ακουμπήσει τη ψυχή σου. Γιατί για ένα μαγικό «χάρηκα πολύ» ζούμε όλοι. Για ένα ακούμπημα, διαφορετικό απ’ τα άλλα. Και για ένα άγγιγμα. Άγγιγμα ψυχής. Κι έτσι όπως κατευθύνθηκα προς το υπόγειο πάρκιγνκ, απέναντι από την μανιασμένη παραλία, κατέβηκα από το αυτοκίνητο και άρχισα να τρέχω. 15 λεπτά αργοπορημένη ήδη για το πρώτο ραντεβού εκείνης της Τρίτης. Ξαφνικά, κάποιος ένστολος, με μεγάλο ανάστημα και βαρύ περπάτημα, σκουντούφλησε επάνω μου και με έσπρωξε, καθώς έτρεχε να προλάβει ένα οδηγό που είχε παραβεί το νόμο. Νευρίασα προς στιγμήν, και γύρισα το βλέμμα από την άλλη. Μου είπαν για ναρκωτικά, κι εγώ τους μίλησα για τα μάτια σου» έγραφε με μαύρο σπρέι ο απέναντι τοίχος που οδηγούσε στην αποβάθρα. Έφτασα στο ραντεβού χαμογελώντας. Πόσο δίκιο είχε ο Οδυσσέας. Ακόμη και σε μία και μόνο στιγμούλα, άλλα είν’ αυτά που σ’ ακουμπούν κι άλλα που σε αγγίζουν!
Via
Post A Comment - - ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ ΕΔΩ --->>>
Δεν υπάρχουν σχόλια :